Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Μνήμες από τη ζωή στο χωριό «Τα σκυλιά»



Του Χάρη Αγγελή

Πολλές είναι και οι αναμνήσεις με τα σκυλιά του χωριού.
Πραγματικοί φρουροί των σπιτιών και των κοπαδιών αυτά τα σκυλιά. Χρειάζονταν μάχες σώμα με σώμα, όχι μόνο να μπεις στο σπίτι που κατοικούσαν, αλλά να περάσεις κι απ’ το δρόμο. Τα τσομπανόσκυλα, αν δεν τα σφύριζε ο τσομπάνος να φρονιμέψουν, μπορεί και να σε έτρωγαν ολόκληρο.
Σκυλιά μεγάλα με τριχωτά στήθη έτοιμα να παλέψουν με τους λύκους. Πιστά και υπάκουα στ’ αφεντικά τους, μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να θυσιαστούν. Έτρωγαν αυτά που τους δίνανε, τίποτα από μόνα τους. Σε κοίταζαν στα μάτια και περίμεναν το ξεροκόμματο. Κόκκαλα δεν υπήρχαν, αφού κρέας δεν έτρωγαν οι άνθρωποι από τη φτώχια. Πάσχα, Χριστούγεννα, Πανηγύρια και σε γάμους λίγδωνε λίγο τ’ αντεράκι τους με τα σφαχτά, άνθρωποι και σκυλιά.
Φιλίες αναπτύσσονταν ισχυρές, κυρίως μεταξύ παιδιών και σκυλιών. Όταν γεννούσε κάποια σκύλα, τα παιδιά είχαν μεγάλη χαρά. Τα κουτάβια ήταν πανέμορφα και με κλειστά τα μάτια, σε λίγες μέρες άρχιζαν να περπατάν. Χοντρομπαλάτα με απαλό δέρμα και φουσκωμένες τις κοιλιές από το γάλα της σκύλας, ήθελαν παιχνίδι. Τα ΄παιρναν αγκαλιά, τα παιδιά, τα χάιδευαν, τα φιλούσαν, τα μάθαιναν να τρέχουν. Έψαχναν στις κοιλιές να ξεχωρίσουν ποια είναι αρσενικά και ποια θηλυκά. Έκαναν όνειρα ποια θα κρατήσουν και ποια θα δώσουν σ’ άλλους. Με βαριά καρδιά τα παιδιά αποχωρίζονταν τα μικρούλια σκυλάκια. Η πίκρα τους ήταν πολύ μεγάλη όταν τα ΄βρισκαν φουσκωμένα και ψόφια μέσα στα χαντάκια. Το ψωμί, βλέπεις, ήταν ίσα – ίσα για τους ανθρώπους κι ένα σκυλί παραπάνω θα ήταν πρόβλημα.


Πραγματικά τα σκυλιά πεινούσαν. Αφού καμιά φορά, όταν έκανες την ανάγκη σου, περίμεναν να αρπάξουν το μεράδι τους, μόλις βγει να το καταβροχθίσουν.

Το ΄λεγε κι ο Μητράνας, ένας παππούς χωρατατζής πως, στην κατοχή, τότε που η μοναδική τους τροφή ήταν τα βρασμένα λαψάνια, βγήκε το σούρουπο στο μπαλκόνι να κάνει την ανάγκη του. Επειδή ήταν χειμώνας δεν πήγε στα βάτια, έκατσε στην αστρέχα να μη βρέχεται. Την ώρα που αγωνίζονταν και βογκούσε να αφοδεύσει δεν κατάλαβε ότι από κάτω περίμενε η σκύλα. Μόλις άρχισε το ανθρώπινο κόπριο να βγαίνει, το έπιασε η σκύλα με το στόμα της και το τράβηξε να το φάει. Το λαψάνι ήταν μεγάλο και άκοπο. Λαχτάρισε ο Μητράνας από την έφοδο της σκύλας. Τραβούσε αυτός προς τα πάνω κι αυτή προς τα κάτω, φωνάζοντας: άιτ, άιτ κοπρόσκυλο, ώσπου ένοιωσε το λαψάνι να εξέρχεται ολόκληρο από τα βάθη των σωθικών του.
Τα αφηγούνταν όμορφα ο Μητράνας αυτά και πολύ περιγραφικά κι όλη η παρέα, παππούδες και παιδιά ξεκαρδίζονταν στα γέλια.
Αξιοσημείωτο γεγονός ήταν και το ζευγάρωμα της σκύλας.
Πως την καταλάβαιναν τα αρσενικά και μαζεύονταν γύρω της, ένας θεός ξέρει;


Τα σκυλιά σήκωναν τα μπροστινά πόδια, σήκωναν την ουρά, την κουνούσαν πέρα δώθε και μύριζαν τη γούνα της. Αυτή ατάραχη περίμενε. Όποιο προλάβαινε ανέβαινε πάνω της και ζευγάρωνε. Γίνονταν και πολλοί σκυλοκαβγάδες. Ποιο σκυλί ήταν δυνατότερο αυτό επικρατούσε. Ενδιάμεσα προλάβαινε και κανένα καχεκτικό. Γι’ αυτό τα κουτάβια έβγαιναν παρδαλά και διαφορετικών μεγεθών και χρωμάτων. Κάποιες φορές τα δύο σκυλιά κολλούσαν. Έμειναν έτσι κώλο με κώλο για ώρες ολόκληρες. Πήγαιναν πλαγίως σαν τον κάβουρα.
Όμορφα χρόνια! Νοσταλγικά!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας