Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

Λέξεις του τόπου μας, από το Γλωσσάρι ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής. ΒΗΤΑ


Του Ευαγγέλου Στάθη Φιλολόγου

Συνεχίζοντας την παρουσίαση μέρους από το λεκτικό – γλωσσολαογραφικό υλικό που αφορά τον τόπο μας, και το οποίο έχει καταγραφεί στο βιβλίο μου με τίτλο: «Γλωσσάρι ιδιώματος Δυτικής Θεσσαλίας και ευρύτερης περιοχής αυτής», γίνεται μια επιλογή λέξεων που αρχίζουν από το γράμμα Β και παρουσιάζονται παρακάτω με αλφαβητική σειρά:

βαγκάνα ως επίρρ. δος το μια (να φύγει): του τιλείουσις; βαγκάνα του κι μια να φύγει απού δωβαγκάνα του μια κι κατ’ του τσιπρουπότηρου, άσπρουν πάτου
βαένι του ουδ. ουσ. 1) το βαγένι, το βαρέλι: είχι πουλλά βαένια, μιγάλα βαένια, μι κρασί γιουμάτα 2) λέγεται σκωπτικά για άνθρωπο πολύ παχύ: έχει ένα προυκοίλι σα βαένι – βαένι η κώλους τ’
βαζουκουπάει ρ. αμετάβ. παρατ. βαζουκουπούσα, αόρ. βαζουκόψα· κάνω ασταμάτητα θόρυβο, βαζούρα: οι πατόζις (αλωνιστικές μηχανές) αλώντζαν ούλη τη νύχτα ψες· βαζουκουπούσι ούλου του χουργιό
βαΐζου ρ. αμετάβ. αόρ. βάισα: γέρνω προς τη μια μεριά από το πολύ το βάρος: του φόρτουσι ως απάν’ του κάρρου κι ούλου βάιζι στου δρόμου
βακούφικους επίθ. η βακούφικους η βακούφικην του βακούφικου· ο βακουφικός, αυτός που ανήκει στο βακούφι, σε κτηματική περιουσία ναών και μοναστηριών
βάκρια θηλ. ουσ. λέγεται για πρόβατα με άσπρο τρίχωμα και μαύρες βούλες στο πρόσωπο και στο στήθος· θεωρούνταν πρόβατο καλής ράτσας, από καλό νταμάρι: γέντσι (γέννησε) διπλάρκα η βάκρια. Λέγεται και ως ουδ.: του βάκριου τ’αρνί – του βάκριου του κριάρι
βαλαντώνου ρ. μεταβ. και αμετάβ. αόρ. βαλάντουσα παθητ. Βαλαντώνουμι αόρ. βαλαντώτχα, μετοχ. βαλαντουμένους 1) πικραίνω, κακοκαρδίζω, θλίβω κάποιον: γυναίκα μι βαλάντουσις κι είμι βαλαντουμένους (στίχ. δημοτ. τραγουδιού) 2) για ζώα λαχανιάζω, ρουθουνίζω: βαλάντουσαν τα καημένα τα πράματα (τα ζώα) ούλη τη μέρα στου ζγο (στο ζυγό) 3) για άνθρωπο πλαντάζω, σκάζω: βαλάντουσι στου κλάμα του κούτσικου 4) στενοχωριέμαι πολύ: χάνουντα(ς) τουν άντρα τς βαλαντώτχι η καημένη – ούλου ένα βαλαντουμένουν σι γλέπου τώρα τιλιυταία ουσ. του βαλάντουμα (το βαλάντωμα)
βαρβατίλα η θηλ. ουσ. 1) δυσάρεστη μυρουδιά ζώου, κυρίως τράγου, κατά την περίοδο της αναπαραγωγής 2) η κακοσμία των γεννητικών οργάνων των ανδρών από την έλλειψη καθαριότητας
βαρβατσέλι του ουδ. ουσ. 1) για ζώο νεαρό αρσεν. που φέρεται σαν ώριμο 2) λέγεται για έφηβο αγόρι που «ρίχνεται» στα κορίτσια: ακόμα είνι αμάλλιαγου κι μας κάνει του βαρβατσέλι κι όλα
βαταλάχους η αρσ. ουσ. ο ενοχλητικός, ο φορτικός άνθρωπος: δε σι θέλου βαταλάχου στου κιφάλι μ’
βατεύου ρ. μεταβ. αόρ. βάτιψα παθητ. αόρ. βατεύκα· για αρσενικό ζώο καβαλάω, πηδάω, γαμάω
βζαίνου ρ. μεταβ. αόρ. βύζαξα 1) βυζαίνω, θηλάζω: βζαίνει του κούτσικου 2) ρουφάω, απομυζώ: βάλι (βάλε) αβδέλλις στουν πόνου σ’ να σι βζάξουν του σκουτουμένου του αίμα
βιζακάνι του ουδ. ουσ. είδος εντόμου που, άμα σε τσιμπήσει, σου δημιουργεί μιά φουσκάλα, ένα μικρό πρήξιμο· συνήθως τα παιδιά στην ύπαιθρο έπαιζαν με αυτό
βίκους η αρσ. ουσ. φυτό που καλλιεργείται για παραγωγή χόρτου χλωρού και απόξεραμένου για σανό ζώων· ο καρπός του είναι καλή τροφή για ζώα, ιδίως για τα άλογα
βιλαέτι του ουδ. ουσ. μεγάλη διοικητική περιφέρεια στα χρόνια της τουρκοκρατίας: το ’μαθι ούλους η ντουνιάς κι ούλα τα βιλαέτχια
βιλανίζιτι ρ. γ΄ προσ. παρατ. βιλανίζουνταν· λέγεται για κάτι που απορούμε πού βρίσκεται, για περιπτώσεις όπου κάτι σπανίζει: σκότουσα ένα φίδι, να, δγυο ουργιές! Ωρέ ωρέ ωρέ, πού βιλανίζουνταν αρέ του έρμου!
βιλέντζα η θηλ. ουσ. βαρύ χειμωνιάτικο κλινισκέπασμα, υφασμένο με φλόκους μαλλιού, η φλοκάτη· χρησιμοποιείται και ως κιλίμι (στρωσίδι). Παλιότερα ήταν απαραίτητη στα προικιά της νύφης: είχι ’φτα στρουσίδγια κι δέκα βιλέντζις η νύφη
βιργιάνι απαντάει η λέξη ως επίρρημα· πέρα πέρα, ορθάνοιχτα: βιργιάνι η πόρτα – σαν κουπανάει καταή (πέφτει κάτω), δε φουρούσι κι βρακί, βιργιάνι ούλα όξου, κι η κώλους τς κι…
βιργουλουγάου ρ. κόβω μικρές βέργες από δέντρα ή θάμνους για διάφορη χρήση, κορφολογώ (για τα αμπέλια)
βιρέμικους επίθ. η βιρέμικους η βιρέμικην και βιρέμικια του βιρέμικου· ο βερέμικος 1) αρρωστιάρης, καχεκτικός, ανήμπορος άνθρωπος 2) σκευρωμένος, λοξός, άτακτος, ακανόνιστος: του φόρτουσι βιρέμικα του κάρου επίρρ.
βλησίδι του ουδ. ουσ. και βλισίδι· μεγάλος αριθμός, πλήθος, αφθονία, θησαυρός: βλησίδι η κόσμους στου παγκύρι - βλησίδι οι μύγις του καλουκαίρι βλισίδι οι ντουμάτις στου γκήπου
βλουγουδάκι του ουδ. ουσ. μικρό ψωμάκι το οποίο ψήνεται στο ίδιο ταψί με τα πρόσφορα και το οποίο, υποτίθεται, ευλογείται κι αυτό απ’ τον παπά
βολά η θηλ. ουσ. η φορά· χρονική περίοδος, χρονικό σημείο, στιγμή, περίπτωση, περίσταση, κάποτε, ποτέ: νια βολά (κάποτε) κι ένα γκιρό…– κανιά βολα (ποτέ) – τουν είπα νια βολά, τουν είπα δγυό (μία – δυο φορές). Στη φράση ιγώ νια βολά δε φταίω σι τίπουτι (εγώ πάντως δε φταίω σε τίποτε)
βόμπιρας αρσ. ουσ. ο μπόμπιρας 1) για μικρό ζωηρό αγόρι: βρε, του βόμπιρα, δεν μ’ αφήνει ντιπ στην ησυχία! 2) κοντόσωμος, κοντοστούπης άνδρας
βόρσμα του ουδ. ουσ. το βόρισμα (πιθανόν από τη λέξη βοριάς)· η μπόρα, θυελλώδης και κρύος αέρας (συνήθως βοριάς), συνοδευόμενος πολλές φορές με βροχή ή χιόνι: τι βόρσμα ήταν κι αυτό του χτισνό (χθεσινό)! Δεν άφσι τίπουτι όρθιου
βουργάω ρ. μεταβ. αόρ. βούρξα· για σκρόφα (θηλυκό γουρουνιού): ζητάω το αρσενικό για σεξουαλική επαφή· ουσ. του βούρξμα
βυζανιάρκου ως ουσιαστικό ουδ. 1) το βρέφος που βυζαίνει, που θηλάζει ακόμα: πέθανι η μάνα τ’ κι τ’ άφσι βυζανιάρκου ακόμα 2) το πολύ νεαρό άτομο, το ανώριμο και άπειρο ακόμα, το νιάνιαρο: ούλα τα βυζανιάρκα να σι κάνουν τουν ταχανά (τον πολύξερο)!
βυζιαρό του ουδ. ουσ. το βυζαρό· θήλαστρο, μπιμπερό για βρέφη και μωρά, αλλά και για τα νεογέννητα αρνάκια και μικρά ζώα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

επικοινωνιστε μαζι μας